- εκκοπή
- η1) вырезывание, отрезание; мед. оперативное извлечение, удаление; 2) вырубка, рубка (деревьев)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐκκοπή — cutting out fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκοπή — η (AM ἐκκοπή) εκβολή, αποκοπή αρχ. μσν. φρ. «ἐκκοπὴ πάθους» κόψιμο ή εγκατάλειψη πάθους, κακής συνήθειας κ.λπ. μσν. σφαγή αρχ. 1. (για δέντρο) κόψιμο από τη ρίζα 2. αποκοπή πλευρών 3. ακρωτηριασμός, κολόβωμα 4. απόξεση 5. αφαίρεση ακίδας βέλους… … Dictionary of Greek
ἐκκοπῇ — ἐκκόπτω cut out aor subj pass 3rd sg ἐκκοπῆι , ἐκκοπεύς a knife for excising masc dat sg (epic ionic) ἐκκοπή cutting out fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκοπῆ — ἐκκοπεύς a knife for excising masc nom/voc/acc dual ἐκκοπεύς a knife for excising masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκοπῆι — ἐκκοπῇ , ἐκκόπτω cut out aor subj pass 3rd sg ἐκκοπεύς a knife for excising masc dat sg (epic ionic) ἐκκοπῇ , ἐκκοπή cutting out fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκοπαῖς — ἐκκοπή cutting out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκοπαί — ἐκκοπή cutting out fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκοπήν — ἐκκοπή cutting out fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκοπῶν — ἐκκοπή cutting out fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκκοπή — ἡ, Α το φράξιμο τής φωνής, η αποκοπή, η διακοπή της. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκκοπή «αποβολή, αποκοπή»] … Dictionary of Greek
παρεκτομή — ἡ, Α αποκοπή, εκκοπή … Dictionary of Greek